- ἀπόβρεγμα
- ἀπό-βρεγμα, ατος, τό,A infusion, Agatharch.61, Str.16.4.17, Dsc.4.81, Aret.CA1.1, Plu.2.614b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπόβρεγμα — infusion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόβρεγμα — το (AM ἀπόβρεγμα) νερό μέσα στο οποίο έχει μουσκέψει και διαλυθεί σπόρος φυτού … Dictionary of Greek
ἀποβρέγμασι — ἀπόβρεγμα infusion neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρέγματα — ἀπόβρεγμα infusion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρέγματι — ἀπόβρεγμα infusion neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρέγματος — ἀπόβρεγμα infusion neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)